Η έκθεση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Το Μουσείο μέσα στο Μουσείο» που λειτουργεί στη Μονή Λαζαριστών μέχρι τις 27 Ιανουαρίου, παρουσιάζει τα έργα δυο αναγνωρισμένων σύγχρονων φωτογράφων, του Ιταλού Mimmo Jodice και του Γάλλου Jean Christophe Ballot. Η έκθεση εντάσσεται στο πρόγραμμα «Έργα τέχνης από το Λούβρο στη Θεσσαλονίκη» που γίνεται απο 5 Μουσεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Γίνεται σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Τουρισμού, με το Μουσείο του Λούβρου, κι εντάσσεται στις δράσεις για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης και στα 47α ΔΗΜΗΤΡΙΑ. Τελεί υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα και του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος.Την ιδέα και την επιμέλεια της έκθεσης έχει η Κατερίνα Κοσκινά, Πρόεδρος Δ. Σ. του ΚΜΣΤ, Ιστορικός Τέχνης-Μουσειολόγος, που υπήρξε μαθήτρια της Σχολής του Λούβρου. Βοηθός Επιμελήτρια, η Δόμνα Γούναρη.
Της Κατερίνας Κοσκινά
Το Μουσείο του Λούβρου, ως χώρος, στέγη, έκθεμα και αφορμή
Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης συμμετέχει στη σπονδυλωτή έκθεση Έργα Τέχνης από το Λούβρο στη Θεσσαλονίκη, με την έκθεση Το Μουσείο μέσα στο Μουσείο. Πρόκειται για μια έκθεση που στοχεύει αφενός στο να τιμήσει ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, πλούσιο μεταξύ άλλων αριστουργημάτων και σε έργα τέχνης-εμβλήματα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, και αφετέρου να παρουσιάσει το διαχρονικό, άρα και σύγχρονο πρόσωπο αυτού του ιδρύματος, μέσα από τη διαλεκτική σχέση δύο σύγχρονων δημιουργών αλλά και την αμφίδρομη ιδιαίτερη σχέση των έργων τέχνης με το χώρο που τα περιβάλλει και με τους θεατές τους.
Στη διάρκεια της αναζήτησης έργων από τη συλλογή του Λούβρου που θα μπορούσαν να αναπτύξουν ένα γόνιμο διάλογο με έργα από τη συλλογή του μουσείου μας, μια συμπτωματική επίσκεψη στην έκθεση του Mimmo Jodice το 2011 στάθηκε η αφορμή για έναν αναστοχασμό του Λούβρου ως «στέγη» μιας ιδιόρρυθμης και πολυποίκιλης κοινότητας όντων.
Ο Mimmo Jodice, αφαιρώντας όλα τα προσδιοριστικά και αφηγηματικά στοιχεία και επικεντρώνοντας την προσοχή του αποκλειστικά στα πρόσωπα και ειδικότερα στα μάτια «απεικονιζόμενων» σε πίνακες από τη συλλογή του μουσείου διαφορετικών εποχών αλλά και στα πρόσωπα εργαζομένων του μουσείου που φωτογράφησε, δημιούργησε μια ζωφόρο, όπου το παρελθόν και το παρόν αλληλοσυμπληρώνονταν και ευθυγραμμίζονταν. Το αποτέλεσμα εξασκούσε έναν έντονο μαγνητισμό αλλά και μια σχετική ενόχληση στους θεατές, που ένοιωθαν παγιδευμένοι από τα βλέμματα αυτών που τους κοίταζαν σαν να ήταν εισβολείς σ’ ένα χώρο που δικαιωματικά τους ανήκε. Η καταιγιστική ανθρώπινη παρουσία και η ένταση από την αναγκαστική ανταπόδοση του βλέμματος των θεατών έφερνε στο προσκήνιο την ενορχηστρωμένη παγίδα του «ματιού» της φωτογραφικής κάμερας και, κατ’ επέκταση, αυτού του καλλιτέχνη. Οι «αστερισμοί» βλεμμάτων που ύφανε ο Mimmo Jodice με την ευθυγράμμιση των ματιών παλιών και νέων κατοίκων του Λούβρου και με την προϋπόθεση πραγματικής ανθρώπινης παρουσίας για τη διαδραστική λειτουργία του έργου, δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα έντονο και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό των προθέσεών του περιβάλλον.
Στοιχειοθετώντας ένα «αρχείο» προσώπων και βλεμμάτων, όπου η αυστηρότητα του ασπρόμαυρου τονίζει τη λειτουργία κωδικοποίησης, ο καλλιτέχνης εξομοιώνει πρόσωπα και εποχές. Ταυτόχρονα, υπενθυμίζει αφενός τη διαχρονικότητα της τέχνης και αφετέρου την ισχύουσα δυναμική της οριζόντιας διάταξης και την επικαιρότητα της πανάρχαιας ζωγραφικής τέχνης σε όλες τις εκδοχές της, παραδοσιακές και σύγχρονες. Η έκφραση των ματιών, είναι άλλωστε γνωστό και από τις φωτογραφίες στα ΜΜΕ, είναι αυτή που αποδίδει ή προδίδει την ταυτότητα ενός προσώπου. Είναι ακόμη γεγονός ότι η χρήση του σύγχρονου μέσου «ανανεώνει» ριζικά την υλική εικόνα του έργου, κάνοντάς το πιο προσιτό, πιο παρόν.
Τέτοια έργα - εγκαταστάσεις με αποκλειστική χρήση της φωτογραφικής γλώσσας –και μάλιστα της κλασικής ασπρόμαυρης– προβάλουν σύγχρονους προβληματισμούς για τη γονεϊκή σχέση ζωγραφικής και φωτογραφίας. Ο Mimmo Jodice, γνωστός για τις εγκαταστάσεις του σε χώρους δημόσιας χρήσης, διερευνά με την ενότητα αυτή το σημείο συνάντησης –αν όχι ταύτισης– της φωτογραφίας με τη ζωγραφική, δίνοντας στη ζωγραφική φωτογραφικές ιδιότητες και ζωγραφικές στη φωτογραφία, και εκθέτει το αποτέλεσμα στον πλέον αρμόζοντα χώρο: το μουσείο.
Αυτή η πολύ προσωπική και ισχυρή πρόταση ερμηνείας και παρουσίασης του Λούβρου λειτούργησε καταλυτικά για την εξεύρεση άλλων πρωτότυπων προτάσεων. Η έρευνα οδήγησε σε μια άλλη προσέγγιση, πηγάζουσα από διαφορετική θεωρητική και αισθητική θέση, που δίνει μια επιπλέον ένδειξη των δυνατοτήτων της φωτογραφικής κάμερας και προτείνει μια εναλλακτική ανάγνωση.
Σχεδόν στον αντίποδα του Mimmo Jodice που επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα έργα τέχνης και τους «κατοίκους» του μουσείου, ο Jean-Christophe Ballot γοητεύεται και αυτός από το Λούβρο, αλλά υπό την προϋπόθεση της σχεδόν παντελούς έλλειψης ανθρώπινης παρουσίας. Οι φωτογραφίες των αιθουσών και εκθεμάτων του Λούβρου, χωρίς το κοινό του, αναδεικνύουν μέσα στη σιωπή και την ακινησία τον πραγματικό πρωταγωνιστή, που είναι το ίδιο το μουσείο. Ο καλλιτέχνης επικεντρώνει την προσοχή του στην απόδοση του χώρου, της τρίτης διάστασης, μέσα από τη φωτοσκίαση και την προοπτική, την αλληλεπίδραση των διαφορετικών πηγών φωτισμού, φυσικών και τεχνιτών, αλλά και την αποκάλυψη ενός σκηνικού, σχεδόν κινηματογραφικού.
Ο μυστηριακός, φορτισμένος και θεατρικός χαρακτήρας του μνημείου υπερτονίζεται και το μουσειακό περιβάλλον και ο πολυτελής διάκοσμος, ελλείψει «ηθοποιών», φέρνουν σε πρώτο πλάνο την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα αλλά και σημασία του χώρου ως περιέχοντος και σκηνής θεάματος. Οι φωτογραφίες του καλλιτέχνη μαρτυρούν την κατάρτισή του ως αρχιτέκτονα και αναδεικνύουν, με σκηνοθετική μαεστρία, σχέσεις μεταξύ δομικών στοιχείων του κτιρίου και εκθεμάτων. Προβάλλουν δε, μέσα από δυναμικές οπτικές γωνίες και διαγώνιες λήψεις, ενίοτε σχεδόν κάθετες, τη σχέση όχι μόνο μεταξύ των έργων αλλά και τη σχέση αρχιτεκτονικής και αστικού τοπίου που συνδέει τον εσωτερικό με τον εξωτερικό χώρο. Παράλληλα, πλησιάζοντας κοντά με το φακό του, ο Jean-Christophe Ballot ιχνηλατεί, σε βραδινές περιπολίες, λεπτομέρειες όπως η υφή και το υλικό των έργων και συλλαμβάνει τον αισθησιασμό, την οικειότητα ή τη στιβαρότητα που αποπνέουν τα έργα αλλά και οι χώροι, ανάλογα με τις στάσεις ή τη θέση των έργων ή τα ξεχωριστά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τον βαρύτιμο διάκοσμο και το περιεχόμενο των αιθουσών του μουσείου-ανακτόρου.
Η ταυτόχρονη έκθεση, ανάγνωση και συνδυασμός δύο εντελώς διαφορετικών και αυτόνομων φωτογραφικών προτάσεων, που όμως συγγενεύουν θεματικά αφού στηρίζονται στην ερμηνευτική προσέγγιση ενός παγκοσμίου ενδιαφέροντος μνημείου, πιστέψαμε ότι αποτελεί μια πρόσκληση γνωριμίας αλλά και μια πρόκληση. Η επιλογή των δύο συγκεκριμένων καλλιτεχνών, από τους πολλούς που έχουν απαθανατίσει κατά καιρούς το μουσείο, έγινε με σκοπό την παρουσίαση του μεγάλου ανακτορικού Λούβρου και του κόσμου του στους κόλπους του μικρού, λιτού και απόκεντρου μοναστηριακού συγκροτήματος της Μονής των Λαζαριστών. Είναι βέβαιο ότι η τέχνη δίνει πολλές δυνατότητες διαλόγου, αντιπαραθέσεων και αλληλοσυμπληρώσεων, συχνά μη αναμενομένων, και γίνεται η αφορμή για προσεγγίσεις που, αν και μοιάζουν αδύνατες, πραγματοποιούνται γιατί συμβαίνουν στη σφαίρα της δημιουργίας και της ελευθερίας της έκφρασης.
O Mimmo Jodice γεννήθηκε στη Νάπολη το 1934 κι είναι ένας γνωστός ιταλός φωτογράφος.. Μετά από μια σύντομη απόπειρα στη ζωγραφική και τη γλυπτική, κατέληξε στην φωτογραφία στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. Είναι δεξιοτέχνης του ασπρόμαυρου, φωτογραφίζει με 50mm, κι είναι ένας σχολαστικός καλλιτέχνης που ασχολείται πολύ με τις δυνατότητες της όρασης να παρατηρεί και ν΄ ανακαλύπτει νέα στοιχεία με μέσο την φωτογραφία..
Στο ξεκίνημα της καριέρας του, ο Mimmo Jodice λειτουργούσε παραδοσιακά..Έκοβε και μόνταρε τις φωτογραφίες, διαχώριζε τα αντικείμενα και επεξεργαζόταν τους χρωματικούς τονισμούς, απομονωμένος για πολλές ώρες στο σκοτεινό του θάλαμο. Στη Νάπολη, τη μητρική του πόλη θα συναντήσει μέσω του γκαλερίστα του Lucio Amelio, όλη τη διεθνή αβανγκάρντ: Τον Andy Warhol, τον Γιάννη Κουνέλλη, τον Joseph Beuys, κλπ και θα συνδεθεί φιλικά με μέλη της arte povera. Η πολιτική έκρηξη της δεκαετίας του ’70 κινητοποιεί τον Mimmo Jodice, ο οποίος στρέφει αποφασιστικά την κάμερά του στον δρόμο αλλά και προς τους ανθρώπους του περιθωρίου, τις φυλακές, τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία.. Συνεργάζεται επίσης με ιστορικούς και κοινωνιολόγους.
Το έργο του έχει μεγάλη απήχηση και γίνεται αντικείμενο πολλών βιβλίων εκ των οποίων το Il ventre del colera (1973) και το Chi e devoto, Feste popolari in Campania (1974). Με το λεύκωμα Vedute di Napoli, που εκδόθηκε το 1980, ο Mimmo Jodice προσεγγίζει ένα νέο είδος, γοητευμένος από το μεσογειακό τοπίο, την τέχνη και την αρχαιολογία. Αποστασιοποιημένος από τις κοινωνικές ανησυχίες, καλλιεργεί πλέον μια μεταφυσική προσέγγιση της φωτογραφίας, που είναι σιωπηλή και “οραματική¨”. Η τεχνοτροπία αυτή απεικονίζεται επίσης και στο Citta visibili, σειρά του 2006 σχετικά με την αρχιτεκτονική των μεγάλων πόλεων, που δημοσιεύθηκε με την ευκαιρία της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα.
Ο Jean Christophe Ballot γεννήθηκε το 1960. Σπούδασε αρχιτεκτονική (Architecte D.P.L.G.) και είναι πτυχιούχος της Ecole Nationale Superieure des Arts Decoratifs και της Ecole Nationale Superieure des Metiers de l’Image et du Son (La Femis), και πρώην υπότροφος της Γαλλικής Ακαδημίας της Ρώμης (με έδρα τη Βίλα των Μεδίκων). Tα έργα του περιλαμβάνονται στις συλλογές πολλών μουσείων: Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης (The Met) / Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου Λογιόλα, Σικάγο / Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι / Fonds national d’art contemporain, Γαλλία / Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, Παρίσι / Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Παρίσι / Ευρωπαϊκός Οίκος Φωτογραφίας, Παρίσι / Μουσείο Ροντέν, Παρίσι / Μουσείο Καρναβαλέ, Παρίσι.
Ο Ballot επικεντρώνεται κυρίως στην έννοια του χώρου. Έχει φωτογραφήσει αστικά και αρχιτεκτονικά τοπία σε πολλές πόλεις (Βερολίνο, Ρώμη, Παρίσι, Μπρατισλάβα και Σιγκαπούρη), βιομηχανικές περιοχές πόλεων και λιμάνια (στην Καζαμπλάνκα και τη Σουραμπάγια), κήπους και φυσικά τοπία. Ο φωτογραφικός του φακός έχει αιχμαλωτίσει τόπους πνευματικής ανάτασης, όπως το Άγιο Όρος, τους ναούς της νότιας Ινδίας, του Μπαλί και της Ιάβας, το δρόμο προσκυνήματος του Σαντιάγο ντε Κομποστέλλα και το αβαείο Beauport. Οι τόποι της μνήμης, όπως το Mουσείο του Λούβρου ή η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, βρίσκονται στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού του ενδιαφέροντος, καθώς και οριακοί χώροι, όπως για παράδειγμα η νομαδική αρχιτεκτονική του Σαχέλ και οι υπόγειες σπηλιές της Καππαδοκίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εικόνες του διερευνούν τη μνήμη και εστιάζουν στην ιστορία των τόπων και τις αλλαγές που υφίστανται. Ο Ballot υποστηρίζει πως η ερμηνεία τους έγκειται πάντοτε σε μια μελέτη του κενού, πράγμα που αποτελεί τον πυρήνα του συνόλου της φωτογραφικής του δουλειάς αλλά και του γενικότερου προβληματισμού του. Βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση του μετέωρου χρόνου και οι φωτογραφίες του διακρίνονται από μια στοχαστική διάθεση.
Υπεροχη εργασια!! Καλο σας χρονο .Απο Ολλανδια Dana Kaponi.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ..Καλή χρονιά!
Διαγραφή